- χθονόπλαστος
- -ον, Ααυτός που έχει πλαστεί από τη γη, γήινος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + -πλαστος (< πλαστός < πλάσσω), πρβλ. κηρό-πλαστος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χθονοπλάστου — χθονόπλαστος formed of earth masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… … Dictionary of Greek